- κορασίδιον
- κορᾱσ-ίδιον, τό, = sq., Arr.Epict.1.18.22, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κορασίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίοις — κορασίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίου — κορασίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορασιδίῳ — κορασίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)